- συνεταιρισμένος
- η , ο[ν] кооперированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεταιρίζομαι — συνεταιρίζομαι, συνεταιρίστηκα, συνεταιρισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεταιρίζομαι — συνεταιρίστηκα, συνεταιρισμένος, παίρνω συνέταιρο ή γίνομαι συνέταιρος: Όλοι οι ελαιοπαραγωγοί του χωριού συνεταιρίστηκαν και ίδρυσαν δικό τους εργοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)